- σηρικός
- και σειρικός, -ή, όν, ΜΑ [σήρ, σηρός] κατασκευασμένος από μετάξι, μεταξωτός, μετάξινος, μεταξένιοςαρχ.1. το ουδ. ως ουσ. τo σηρικόνα) μεταξωτό ένδυμαβ) το κόκκινο χρώμα2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ σηρικάτά τζίτζιφα.
Dictionary of Greek. 2013.